Δείγμα
Ολικό Αίμα/EDTA
Μονάδα Μέτρησης
Μέθοδος
PCR
Αποτελέσματα
Εντός 10 εργάσιμων από την παραλαβή του δείγματος
Σταθερότητα
+20°C: +4°C: 3Ημέρες -20°C: 7 Ημέρες
◌ | E3/E3 |
---|
Η απολιποπρωτεΐνη Ε (ΑpoE) αποτελείται από 299 αμινοξέα, παράγεται στο ήπαρ και ρυθμίζει την πρόσδεση των LDL σωματιδίων και των υπολειμμάτων χυλομικρών με τους υποδοχείς τους. Με αυτόν τον τρόπο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των λιπιπρωτεϊνών και της χοληστερόλης. Υπάρχουν 3 ισομορφές της ΑpoE: E2, E3 (φυσιολογικός τύπος) και E4 οι οποίες κωδικοποιούνται από τα αλληλόμορφα e2, e3 και e4 αντίστοιχα, που προκύπτουν από τους πολυμορφισμούς του γονιδίου (C αντί για T στα κωδικόνια 112 και 158) στη χρωμοσωμική θέση 19q13.2. Υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που επιδεικνύουν ότι το apo E αλληλόμορφο έχει έναν αιτιατό ρόλο τόσο στις καρδιαγγειακές ασθένειες (CVD) όσο και στη νόσο Alzheimer (AD) (Wilson, et al., 1991).
Η υπερλιποπρωτεϊνεμία τύπου ΙΙΙ (HLP III) χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, την παρουσία της B-VLDL, ξανθώματος και πρώιμης αγγειακής ασθένειας, συμπεριλαμβανομένου της στεφανιαίας καρδιακής νόσου (CHD) και της περιφερειακής αγγειακής ασθένειας. Η αναγνώριση αυτής της σχετικά σπάνιας διαταραχής των λιπιδίων μπορεί να εμποδίζει την εμφάνιση της πρώιμης σταφανιαίας καρδιακής νόσου, αφού οι ασθενείς ανταποκρίνονται συνήθως πολύ καλά στην κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και τη θεραπεία διαιτολογίου.
Η απολιποπρωτεΐνη Ε (Apo E) είναι ένα κρίσιμο συστατικό της λιποπρωτεΐνης πολύ χαμηλής πυκνότητας (very low density lipoprotein) VLDL και των χυλομικρών. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό της χοληστερόλης στο ήπαρ.
Το γονίδιο της APOE έχει τρία κοινά αλληλόμορφα (e2, e3, e4) που κωδικοποιούν τις τρεις ισομορφές της πρωτεΐνης (E2, E3, E4) που διαφέρουν στις αμινοξικές θέσεις 112 και 158. Η Apo E2 προσδένεται στους υποδοχείς των λιποπρωτεϊνών με μόλις 2% της συγγένειας των E3 κσι E4 ισομορφών. Η ελαττωματική απομάκρυνση των υπολειμμάτων των χυλομικρών και των VLDL έχει ως αποτέλεσμα τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο πλάσμα.
Η HLP III συναντάται περίπου σε συχνότητα 1:5,000 άτομα και μπορεί να ευθύνεται μέχρι και για το 5% της πρώιμης στεφανιαίας καρδιακής ασθένειας (CHD).
* Η ανίχνευση ApoE4 σε άτομο με άνοια, αυξάνει την πιθανότητα παρουσίας νόσου Alzheimer. Δεν αποτελεί ειδική διαγνωστική εξέταση της νόσου, αλλά σε συνδυασμό με την ανίχνευση της πρωτεΐνης Tau/Aß42προσφέρει συμπληρωματική πληροφορία στον έλεγχο της γενετικής προδιάθεσης για νόσο Alzheimer.
Σε φυσιολογικά άτομα ο συνήθης (φυσιολογικός) γονότυπος είναι apo e3 (e3/e3) με συχνότητα 74-78%. To apoE2 αλληλόμορφο (~ 8%) σχετίζεται συνήθως με μειωμένα επίπεδα και το apo E4 αλληλόμορφο (~ 15%) με αυξημένα LDL χοληστερόλης. Έχει προταθεί ότι ένα 10% της φαινοτυπικής ποικολλότητας των επιπέδων της χοληστερόλης στον ορό μπορεί να αποδοθεί στην apo E. Η apo E4 ισομορφή έχει περιγραφεί ως ένας παράγοντας κινδύνου για αθηροσκλήρωση και πρώιμη στεφανιαία και περιφερική αγγειακή ασθένεια. Ο γονότυπος e2/e2 ανιχνεύεται στο 90% των ασθενών με λιποπρωτεϊναιμία τύπου ΙΙΙ και στο 5% των ασθενών με πρώϊμη στεφανιαία νόσο Το apo E4 αλληλόμορφο είναι ένας καθιερωμένος δείκτης κινδύνου για όψιμη οικογενή αλλά και σποραδικού τύπου νόσο Alzheimer (AD). Το E4 ανιχνεύεται σε άτομα με αμνησία (άνοια) και ενισχύει τη διάγνωση της νόσου Alzheimer Αντιθέτως, το E2 αλληλόμορφο συναντάται σπάνια μεταξύ των AD ασθενών και φαίνεται να προσφέρει προστασία ενάντια στη νόσο.
Eichner, J.E., et al. Apolipoprotein E polymorphism and cardiovascular disease: a HuGE review. Am J Epidemiol 2002;155:487-495
Online Mendel ian Inheritance in Man, OMIM. Johns Hopkins University, Baltimore, MD. MIM Number: {107741}, 2/1/07 URL: http://www.ncbi.nlm.nih.gov/omim
LL, et al. Apolipoprotein E: laboratory determination and clinical significance. In Laboratory measurement of lipids,lipoproteins, and apolipoproteins. N Rifai and GR Warnick, eds. 1994; Washington: AACC Press, 279-304
Wilson, P.W.F., Schaefer, E.J., Larson, M.G., et al. (1996), Arterioscler.Thromb. Vasc. Biol. 16, 1250-1255. Poirier, J. (2000), Ann. N.Y. Acad. Sci. 924, 81-90. Selkoe, D.J. (2001), Physiol. Reviews 81, 741-766